στραβοκάνης
Смотреть что такое "στραβοκάνης" в других словарях:
στραβοκάνης — α, ικο, Ν αυτός που έχει στραβά κανιά, στραβά σκέλη, στραβοπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + κάνης (< κανιά)] … Dictionary of Greek
στραβοκάνης, -α, -ικο — στραβοπόδαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαγιόσκελος — ον, Μ στραβοπόδης, στραβοκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + σκέλος] … Dictionary of Greek
ραιβοσκελής — ές / ῥαιβοσκελής, ές, ΝΜΑ αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, στραβοπόδης, στραβοκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, στραβός» + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής] … Dictionary of Greek
στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… … Dictionary of Greek